Μοριαστικά

Μοριαστικά
Μοριαστικά, τὰ (Α)
τίτλος πραγματείας τού Διοφάντους που αφορούσε τα κλάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον, μέσω ενός αμάρτυρου *μοριάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”